- καληνυχτίζω
- μετ. желать кому-л. спокойной ночи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καληνυχτίζω — καληνυχτίζω, καληνύχτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καληνυχτίζω — και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω (Μ καληνυχτίζω και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω) αποχαιρετώ κάποιον το βράδυ λέγοντας του «καληνύχτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καληνύχτα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημ. Βικέλα] … Dictionary of Greek
καληνυχτίζω — καληνύχτισα, καληνυχτίστηκα, καληνυχτισμένος, αποχαιρετώ κάποιον λέγοντάς του καληνύχτα: Με καληνύχτισε και έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καληνύχτισμα — και καληνύκτισμα, το (Μ καληνύχτισμα και καληνύκτισμα) [καληνυχτίζω] ο νυχτερινός αποχαιρετισμός με την ευχή «καληνύχτα» … Dictionary of Greek
καλονυχτίζω — βλ. καληνυχτίζω … Dictionary of Greek